σειστής
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
σειστοῦ, ὁ, (σείω) earth-shaker, a kind of earthquake, Lyd. Ost.53.
German (Pape)
[Seite 869] ὁ, der Erderschütterer, Io. Lyd.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σείστης Ν σείω
αυτός που κουνιέται όταν περπατά («του σειστή, του λυγιστή 'μαι, του ταβερνογυριστή 'μαι», δημ. τραγούδι)
αρχ.
αυτός που προκαλεί σεισμούς.