Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
[Seite 1443] att. = κίσσα, κισσαβίζω.
κιτταβίζω (Α)(αττ. τ.) βλ. κισσαβίζω.