χηλευτής
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
[Seite 1352] ὁ, der Stricker, Flechter, VLL.
ὁ, Α χηλεύω
1. αυτός που πλέκει, πλέκτης
2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλευτής
ὁ ῥάπτης».