χάνος
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A mouth, Com.Adesp.1193.
German (Pape)
[Seite 1335] εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.
Greek (Liddell-Scott)
χάνος: -εος, τό, = χάσμημα, τὸ ἀνοικτὸν στόμα, Κωμικ. Ἀνών. 315.