ἐγκαθαρμόζω

Revision as of 14:46, 2 April 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fit in, Ar.Lys.682.

Spanish (DGE)

ajustar bien dentro εἰς τετρημένον ξύλον ... τὸν αὐχένα de un cepo, Ar.Lys.681.

German (Pape)

[Seite 703] einfügen, Ar. Lys. 684.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθαρμόζω: и ἐγκαθαρμόττω всовывать, вдевать (ἐς ξύλον τὸν αὐχένα ἐγκαθαρμόσαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθαρμόζω: μέλλ. -όσω, καθαρμόζω τι ἐντὸς ἄλλου πράγματος, Ἀριστοφ. Λυσ. 682.

Greek Monolingual

ἐγκαθαρμόζω (Α)
συναρμόζω μέσα σε κάτι άλλο.