κομμιδώδης
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
ες,
A gummy, Thphr.CP5.10.2.
German (Pape)
[Seite 1478] ες, gummiartig, voll Gummi, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κομμῐδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόμμι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 2.