ἀνδραποδιστήριος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A fitted for enslaving, Tz.ad Lyc.784.
German (Pape)
[Seite 216] zum Sklaven machend, Lycophr. 784.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδραποδιστήριος: -α, -ον, κατάλληλος ἢ ἐπιτήδειος πρὸς ἀνδραποδισμόν, Τζέτζ. Λυκ. 784.