τετράμοιρος

Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τετράμοιρον, fourfold, τ. νυκτὸς φυλακή E.Rh.5 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1098] viertheilig, zum vierten Teile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme la quatrième partie, le quart.
Étymologie: τέσσαρες, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

τετράμοιρος: составляющий четвертую часть (τ. νυκτὸς φυλακή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον, ὁ τῆς τετάρτης μοίρας, οἵ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν πάσης στρατιᾶς προκάθηνται, «οἱ τετάρτην μοῖραν φρουροῦντες» (Σχόλ.), Εὐρ. Ρῆσ. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκάμοιρος].

Greek Monotonic

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον (μοῖρα), τετραπλάσιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

τετρά-˘μοιρος, ον, μοῖρα
fourfold, Eur.