σελαχώδης
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
σελαχῶδες, of or like the tribe of σελάχη, ἰχθύες Arist.HA 540b15, PA669b36, 696b26, al.
German (Pape)
[Seite 870] ες, = σελαχοειδής; Arist. H. A. 2, 13; Ath. VII c. 30.
Russian (Dvoretsky)
σελᾰχώδης: близкий к хрящевым (ἰχθύες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σελᾰχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν σελαχοειδῶν ἢ ὅμοιος πρὸς τὰ σελάχη· ἰχθύες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 5, π. Ζ. Μορ. 3. 7, 5., 4. 13, 20, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σέλαχος (ΙΙ)]
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών
2. όμοιος με σέλαχος.