βλεννώδης
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ες
mucoso, viscoso Hp.Epid.4.1, Morb.2.12, Arist.HA 591a26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701.
German (Pape)
[Seite 448] ες (mit der v.l. βλενώδης), schlammig, Arist. H. A. 8, 2; schleimig, rotzig, Hippocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βλεννώδης:
1 похожий на слизь (πολυπόδες Arst.);
2 покрытый слизью (κέφαλοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
βλεννώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βλέννον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ.8.2.26.
Greek Monolingual
-ες (Α βλεννώδης) βλέννα
1. όμοιος με βλέννα
2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα.