βλεννώδης

Revision as of 21:45, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βλεννῶδες, slimy, mucous, Hp.Morb.2.12, Arist.HA591a26.

Spanish (DGE)

-ες
mucoso, viscoso Hp.Epid.4.1, Morb.2.12, Arist.HA 591a26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701.

German (Pape)

[Seite 448] ες (mit der v.l. βλενώδης), schlammig, Arist. H. A. 8, 2; schleimig, rotzig, Hippocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεννώδης -ες βλέννα slijmerig, snotterig.

Russian (Dvoretsky)

βλεννώδης:
1 похожий на слизь (πολυπόδες Arst.);
2 покрытый слизью (κέφαλοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

βλεννώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βλέννον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ.8.2.26.

Greek Monolingual

-ες (Α βλεννώδης) βλέννα
1. όμοιος με βλέννα
2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα.