χρυσολάχανον
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
[λᾰ], τό,
A = ἀνδράφαξυς, Ps.-Dsc.2.119, Gp.12.1.1, Lyd.Mens.4.42.
German (Pape)
[Seite 1381] τό, Goldkraut, Plin. H. N. 27, 8.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσολάχᾰνον: τό, εἶδος λαχάνου Διοσκ. 2. 145· ἄλλως ἀτράφαξυς.