πολυδωρία
From LSJ
οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome
English (LSJ)
ἡ,
A open-handedness, X.Cyr.8.2.7, Poll.3.118.
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, das Vielschenken, die Freigebigkeit, Xen. Cyr. 8, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδωρία: ἡ, ἐλευθεριότης, γενναιοδωρία, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7, Πολυδ. Γ΄, 118.