ἐκτεκμαίρομαι
From LSJ
English (LSJ)
aor. I part. Pass. ἐκτεκμαρθείς,
A to be made out by guessing, Orac. ap. Eus.PE5.23.
German (Pape)
[Seite 780] verstärktes simplex, Or. bei Euseb. pr. ev. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτεκμαίρομαι: παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α.