ἐνάκις

Revision as of 09:34, 4 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ep. εἰνάκις [ᾰ], Adv. nine times, Od.14.230:—usu.written ἐννάκις in codd.: ἐννεάκις is v.l. in Nicom.Harm.8: also ἐννάκι δ' ἐννέα Μοῦσαι AP14.120.8; ἐνάκι Iamb. in Nic.p.17P.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐνάκι Iambl.in Nic.17; jón. εἰνάκις Od.14.230, graf. ε̄̓νάκι CEG 844.10 (Tasos IV a.C.); frec. ἐννάκις Nicom.Harm.8, Ph.1.22, Plu.2.989b, Vett.Val.399.6, Orib.Ec.2.3; ἐννάκι AP 14.120; ἐννεάκις Lindos 421a.5 (I d.C.), Vett.Val.140.24
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. nueve veces εἰ. ἀνδράσιν ἄρξα ... ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Od.l.c., στεφανωθείς Lindos l.c., cf. CEG l.c., Plu.l.c., Orib.l.c., PMag.72.5
en combinación c. otros numerales τὸ ὑπὸ τῶν ἄκρων πρόμηκες ἴσον τῷ ὑπὸ τῶν μέσων, τὸ δωδεκάκις ς τῷ ἐννάκις η Nicom.l.c., cf. Iambl.l.c., Ph.l.c., Vett.Val.399.6, Procl.in Ti.2.33.12, ἐ. δ' ἐννέα Μοῦσαι ἐμεῦ λάβον AP l.c., cf. Hippol.Haer.4.14.11.

French (Bailly abrégé)

mieux que ἐννάκις;
adv.
neuf fois.
Étymologie: ἐννέα, -ακις.

German (Pape)

s. ἐννάκις.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάκις: v.l. ἐννάκις, эп. εἰνάκις adv. девятикратно, девять раз Hom., Plat., Diod., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάκις: ἐπίρρ., ἐννέα φορὰς, Πλάτ. Κριτί. 108Ε, διάφ. γραφ. ἐννάκις διὰ δύο ν ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 14. 120 καὶ συχν. παρὰ Διοδ.: - ἀλλ’ ὅτι ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο ἐνάκις δι’ ἑνὸς ν φαίνεται ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπ. τύπου εἰνάκις, Ὀδ. Ξ. 230˙ πρβλ. ἐνακισχίλιοι, -αι, -α, ἐνακόσιοι.

Greek Monolingual

ἐνάκις και ἐνάκι, επικ. τ. εἰνάκις (Α)
(αριθμ. επίρρ.) εννιά φορές.

Greek Monotonic

ἐνάκις: [ᾰ], Επικ. εἰνάκις (ἐννέα), επίρρ., εννιά φορές, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.

Middle Liddell

adverb ἐννέα
adv. nine times, Od., Plat.

Léxico de magia

adv. nueve veces ποίει δὲ πρὸ ἡμερῶν τριῶν ἐπικαλεσάμενος Ἄρκτον ἐ. ἀναβὰς ἐπὶ δῶμα ὑψηλόν hazlo tras haber subido a lo alto de la casa e invocar nueve veces a la Osa tres días antes P LXXII 5