ἐμετιάω
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
A feel sick, Arist.Pr.873b24.
German (Pape)
[Seite 807] Neigung zum Erbrechen haben, Arist. Probl. 3, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμετιάω: αἰσθάνομαι ἔμετον, «ἀναγουλιάζω», Ἀριστ. Προβλ. 3. 18.