προτρεπτικῶς
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
French (Bailly abrégé)
adv.
de façon à persuader.
Étymologie: προτρεπτικός.
Russian (Dvoretsky)
προτρεπτικῶς: убедительно (κατάρχεσθαι Luc.).
Spanish
Translations
persuasively
Catalan: persuasivament; French: persuasivement; Galician: persuasivamente; Greek: πειστικά, με πειθώ, με τρόπο πειστικό; Ancient Greek: πιθανῶς, πιστῶς, προτρεπτικῶς, ψυχαγωγικῶς; Italian: persuasivamente; Portuguese: persuasivamente; Spanish: persuasivamente