κενοπάθημα
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ατος, τό,
A unreal sensation, Id.M.8.354.
German (Pape)
[Seite 1417] τό, leere, trügliche Empfindung, Sext. Emp. adv. log. 2, 354.
Greek Monolingual
κενοπάθημα, τὸ (Α) κενοπαθώ
η κενοπάθεια.