ξυλοπαγής
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ές,
A built on piles, Str.5.1.7.
German (Pape)
[Seite 281] ές, aus Holz zusammengefügt, Strab. V, 1, 213.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοπᾰγής: -ές, συνηρμοσμένος ἐκ ξύλων, Στράβ. 213.