ἐκφραστικός
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Full diacritics: ἐκφραστικός | Medium diacritics: ἐκφραστικός | Low diacritics: εκφραστικός | Capitals: ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: ekphrastikós | Transliteration B: ekphrastikos | Transliteration C: ekfrastikos | Beta Code: e)kfrastiko/s |
ή, όν,
A descriptive: τὸ ἐ. the faculty of describing, D.L. 5.65.
[Seite 786] ή, όν, zum Erklären, Beschreiben gehörig, geschickt, D. L. 5, 65.
ἐκφραστικός: -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ δύναμις τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65.