εἰσκαθοράω
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
A look down upon, πόλιν ἐσκατορᾷς (Ion. form), Bgk. for ἐγκ-, Anacr.1.6.
German (Pape)
[Seite 743] (s. ὁράω), hinab- u. hineinsehen, πόλιν Anacr. frg. 1, 5 nach Bergk.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκαθοράω: καθορῶ τι ἐκ τῶν ἄνω, πόλιν ἐσκατορᾷς (Ἰων. τύπος), κατὰ διόρθ. Bgk. ἐν Ἀνακρ. 1. 6 ἀντὶ ἐνκατορᾷς.