αἰόνησις
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fomenting, Hp.Liqu.1, Poll.4.180, Gal.10.781.
Greek (Liddell-Scott)
αἰόνησις: -εως, ἡ, κατάντλησις, κατάβρεγμα, Ἱππ. 424. 37.