δορίπληκτος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A smitten by the spear, Sch.E.Andr.653.
German (Pape)
[Seite 658] mit dem Speere geschlagen, getroffen; so erkl. Schol. Eur. Andr. 654 δοριπετής.
Greek (Liddell-Scott)
δορίπληκτος: -ον, πληγεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Σχόλ. Εὐρ.· πρβλ. δουρίπηκτος.