εἰρωνίζω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
A = εἰρωνεύομαι, Philostr.VS1.7.1 (v.l. for εἰρωνικόν).
Greek (Liddell-Scott)
εἰρωνίζω: εἰρωνεύομαι, Φιλόστρ. 487 (διαφ. γραφ. εἰρωνικόν).