ἀναπόδεικτος
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
ον,
A not proved, undemonstrated, Lycurg.129, Arist.EN1143b12. Adv. -τως without proof, Plu.CG10. II of first principles, indemonstrable, Pl.Def.415b, Arist.APr.53b2, 57b33, al.; ἀ. συλλογισμοί, of syllogisms, Chrysipp.Stoic.2.79, al. Adv. -τως S.E.P.1.173, Gal.17(2).160. 2 incapable of proof, Plu.Cor. 20. III Act., furnishing no proof, PPar.15.3.62, cf. Stoic.2.90.
German (Pape)
[Seite 203] unerweislich, ἀρχή Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; ἀπόφασις Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδεικτος: -ον, ὁ μὴ ἀποδεδειγμένος, Λυκοῦργ. 166. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 11, 6. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων χρείαν ἀποδείξεως, περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν ἢ ἀξιωμάτων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 1, 7., 2. 5, 3, καὶ ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 173, πρβλ. ἄμεσος.