ἱμαλιά

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, Uebermaaß an Mehl, VLL. ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων; nach Hesych. auch ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς καὶ περιουσία, also übh. Ueberfluß.

Greek Monolingual

ἱμαλιά, ἡ (Α)
η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα, η πασπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα sei- / sī- «κοσκινίζω» και εμφανίζει επίθημα -μαλ-, που μαρτυρείται και στο αρμαλιά].