ἐπινήχομαι

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήχομαι Medium diacritics: ἐπινήχομαι Low diacritics: επινήχομαι Capitals: ΕΠΙΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epinḗchomai Transliteration B: epinēchomai Transliteration C: epinichomai Beta Code: e)pinh/xomai

English (LSJ)

Dor.ἐπινεφελ-νάχ-[ᾱ],

   A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν -όμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270.    2. swim to or over to, c. acc., Call.Del.21.    3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.

German (Pape)

[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.