σπαργανόω

From LSJ
Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαργᾰνόω Medium diacritics: σπαργανόω Low diacritics: σπαργανόω Capitals: ΣΠΑΡΓΑΝΟΩ
Transliteration A: sparganóō Transliteration B: sparganoō Transliteration C: sparganoo Beta Code: spargano/w

English (LSJ)

= σπάργω,

   A wrap in σπάργανα (whether 1.1 or 1.2), σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] E.</author

German (Pape)

[Seite 917] einwindeln, einwickeln; σπαργανώσαντες πέπλοις, sc. τὸν παῖδα, Eur. Ion 955; ἐρίοις τι, Arist. H. A. 7, 4; παραγκωνίζων καὶ σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις, Ath. VI, 258 a, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργᾰνόω: ὡς τὸ σπάργω (ὃ ἴδε), περιτυλίσσω ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.