δυστραπελία

Revision as of 22:20, 4 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

or δυστραπελεία, ἡ, difficulty of managing, D.S.4.11, 5.15; ἐν τοῖς καταγείοις Id.17.82; unhealthiness, τόπου Iamb.VP19.92.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, die Unbeweglichkeit, bes. Unwandelbarkeit des Charakters, Störrigkeit, VLL.; D. S. 4, 11 von der Hydra, der doppelt so viel Köpfe wuchsen, als ihr abgehauen wurden; von dem Orte, ungünstiges Terrain, D. Sic. 17, 82 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυστρᾰπελία: ἡ, δυσκολία, δυσκινησία, ἀμετατρεψία, ἐπιμονή, τῆς Ὕδρας Διόδ. 4. 11, πρβλ. 5. 15· ἐπὶ κακοῦ ἐδάφους, δυσχωρία, ὁ αὐτ. 17. 82.

Greek Monolingual

δυστραπελία και δυστραπελεία, η (Α)
1. δυσκολία, δυσκινησία
2. (για έδαφος) κακοτοπιά.