κακοτοπιά

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

Greek Monolingual

η (Μ κακοτοπία)
έδαφος τραχύ και ανώμαλο, δύσβατος τόπος
νεοελλ.
μτφ. δύσκολη περίσταση, δυσχέρεια, κίνδυνος («φοβάται τις κακοτοπιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + τόπος.