εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
η (Μ κακοτοπία)έδαφος τραχύ και ανώμαλο, δύσβατος τόποςνεοελλ.μτφ. δύσκολη περίσταση, δυσχέρεια, κίνδυνος («φοβάται τις κακοτοπιές»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + τόπος.