ἐγκοίλιος
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
ον, (κοιλία)
A in the belly:—as Subst., ἐγκοίλια, τά (sg. -ιον D.S.1.35). 1 intestines, Id.1.91, SIG958.13 (Ceos), LXX Le.1.9. 2 ribs of a ship, belly-timbers, Thphr.HP4.2.8, Moschioap.Ath.5.206f. II flat-bellied, Cat.Cod.Astr.7.202.
German (Pape)
[Seite 708] im Bauche, τὰ ἐγκοίλια, die Eingeweide, Därme, ἐνιδρυμένα ταῖς πλευραῖς σπλάγχνα Poll. 2, 181; D. Sic. 1, 35. 91. – Beim Schiffe = die Rippen im Schiffsbauche, Theophr., Ath. V, 206 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοίλιος: -ον, (κοιλία) ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ ὤν: ‒ ὡς οὐσιαστ., ἐγκοίλια, τά, 1) τὰ ἐντόσθια, Διόδ. 1. 35, 91, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 13. 2) αἱ πλευραὶ τοῦ κύτους πλοίου, Λατ. interamenta navium, Θεοφρ. Ἱστ. 4. 2, 8, Ἀθήν. 206F.