δυσωρέω
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (Autenrieth)
(ὤρα): keep wearisome watch, Il. 10.183†.
German (Pape)
[Seite 692] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.
French (Bailly abrégé)
δυσωρῶ :
ou pê δυσωρέομαι, δυσωροῦμαι;
f. δυσωρήσομαι;
faire une garde pénible.
Étymologie: δυσ-, ὤρα.
Russian (Dvoretsky)
δυσωρέω: и δυσωρέομαι нести трудную охрану (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).