κατακτάομαι

Revision as of 09:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

fut.

   A -κτήσομαι LXX 2 Ch.28.10:—get for oneself, win, κράτος, νοῦν, S.Aj.768, 1256; ἐγκλήματα, πλούτους, Th.4.86, Isoc.4.182: metaph., win over, gain completely, τὸ θέατρον Ael.VH3.8: aor. 2 Act. κατέκτην (as if from κατάκτημι) dub. in IG14.1934.    II Pass., τοῖς ἰδιώταις -κτώμενα possessed by... Phld.Vit.Herc.1457.10: aor., D.S.16.56.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κτάομαι), verstärktes simplex, sich ganz, sicher erwerben; εἰ μὴ νοῦν κατακτήσει τινά Soph. Ai. 1235, vgl. Trach. 790; βίον διπλοῦν Plat. Tim. 75 b; πλούτους Isocr. 4, 182; χώραν Pol. 6, 7, 4; Sp.; aor. pass. hat D. Sic. 16, 56 in pass. Bdtg. – Κατεκτήσατο τὸ θέατρον, er nahm das Theater, die Zuschauer für sich ein, Ael. V. H. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάομαι: μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, καταλαμβάνω τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, αὐτόθι 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., κερδίζω πρὸς τὸ μέρος μου, κερδίζω ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ θέατρον·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.