ἄντιτος
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
(by haplology for ἀντίτιτος, which occurs in Hsch.), ον,
A = παλίντιτος, requited, revenged, ἄ. ἔργα the work of revenge, Od.17.51,60; ἄ. ἔργα παιδός revenge for her son, Il.24.213, cf. Call.Iamb. 1.160.
German (Pape)
[Seite 262] poet. für ἀνάτιτος, nach Herodian. Scholl. Iliad. 24, 213 (vgl. Scholl. Od. 17, 51) für ἀντίτιτος, gerächt; vgl. ἄτιτος u. παλίντιτος; Od. 17, 51. 60 αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ, Werke der Rache, Vergeltung; Iliad. 24, 213 τότ' ἄντιτα ἔργα γένοιτο παιδὸς ἐμοῦ, v. l. ἂν τιτά, s. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντῐτος: -ον, (ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνάτιτος, ὅπερ εὕρηται μόνον παρ’ Ἡσυχ.), ὡς τὸ παλίντιτος, μόνον ἐν τῇ φράσει ἄντιτα ἔργα, ἔργα ἐκδικητικά, «ἀντιτιμώρητα», (Σχόλ.) Ὀδ. Ρ. 51, 60· ἄντιτα ἔργα... παιδός, «ἀντιτιμώρητα, ἐν μέρει τινὶ τιμωρίαν λαμβάνοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 213· πρβλ. Σόλωνα 12, 31.