οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
δυσελπίστως: безнадежно: δυσελπίστως ἔχειν или δυσελπίστως διακεῖσθαί τινι Polyb. лишиться надежды на что-л., отчаяться в чем-л.