ἀφήγησις

Revision as of 10:20, 13 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀφηγήσεως, Ion. ἀπήγησις, ἀπηγήσιος, ἡ, narration, ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος worth telling, Hdt.2.70; οὐκ ἀξίως ἀπηγήσιος = in a way not fit to be told, Id.3.125; ἱστορίας D.H.2.7; πραγμάτων J. BJ1.11.4, cf. Arr.An.Prooem.2, Luc.Hist.Conscr.30, Aristid.1.154J., Hermog.Id.1.1, al.; report, SIG578.54 (Teos, ii B.C.).

Spanish (DGE)

ἀφηγήσεως, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀπήγησις, ἀπηγήσιος Hdt.2.70, 3.125
I 1narración ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος Hdt.2.70, οὐκ ἀξίως ἀπηγήσιος Hdt.3.125, cf. 5.65, ἐν ἱστορίας ἀφηγήσει D.H.2.7, τῶν πραχθέντων ἀφήγησις Luc.Hist.Cons.30, πιστότεροι ἔδοξαν ἐς τὴν ἀφήγησιν Arr.An.proem.2, cf. An.4.14.3, Aristid.Or.1.213, Hermog.Id.1.1 (p.219), 2.1, πράξεων παλαιῶν ἀφήγησιν ποιουμένοις Aristid.Quint.3.23, τὴν ἀφήγησιν ἑτέρῳ πρότερον ἐκπεπονημένην Agath.4.26.4, ἐς ἀφήγησιν εἴρηται Eun.VS 482.
2 informe, presentación μετὰ τοῦ λόγου τοῦ ἐπιμηνίου τὴν ἀπήγησιν SIG 578.54 (Teos II a.C.).
3 gram. significación A.D.Synt.12.2, 44.21.
II 1gestión, conducción δραστήριος ἀνὴρ ἐν ἀφηγήσει πραγμάτων I.BI 1.226.
2 primacía μεταστήσεται δὲ ἡ ἀφήγησις εἰς τετράγωνον Iambl.in Nic.p.102.

German (Pape)

[Seite 409] ἡ, ion. ἀπήγησις, Erzählung, Her. 2, 70. 3, 24 u. öfter; Luc. Qu. Hist. 30.

French (Bailly abrégé)

ἀφηγήσεως (ἡ) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφήγησις: ἀφηγήσεως, ион. ἀπήγησις, ιως ἡ Her., Luc. = ἀφήγημα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήγησις: Ἰων. ἀπήγησις ἀφηγήσεως, ἡ, διήγησις, ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος, δηλ. ἀξιωτάτη διηγήσεως, Ἡρόδ. 2. 70· οὐκ ἀξίως ἀπηγήσιος, κατὰ τρόπον ἀνάξιον διηγήσεως, ὁ αὐτ. 3. 125.

Greek Monotonic

ἀφήγησις: Ιων. ἀπηγ-, ἀφηγήσεως, Ιων. ἀφηγήσιος, ἡ, εξιστόρηση, αφήγηση, ἄξιον ἀπηγήσιος, άξιο εξιστόρησης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

From ἀφηγέομαι, a telling, narrating, ἄξιον ἀπηγήσιος = worth telling, Hdt.

Translations

narration

Arabic: حِكَايَة‎; Belarusian: апавяданне; Bengali: বয়ান, রেওয়ায়ৎ; Bulgarian: разказване, описание; Chinese Mandarin: 講述, 讲述, 敘述, 叙述; Esperanto: rakonto; Finnish: kertomus, kuvaus; French: narration; German: Erzählung; Ancient Greek: διήγησις, ἀφήγησις; Ido: naraco; Irish: ríomh, reacaireacht; Japanese: ナレーション, 叙述; Korean: 서술(敍述), 내레이션, 이야기하기; Latvian: stāstīšana, stāstījums; Northern Sami: muitalus; Old Norse: frásǫgn; Portuguese: narração; Russian: повествование, изложение, рассказ; Sanskrit: कथन; Serbo-Croatian Cyrillic: приповеда̄ње, приповиједа̄ње; Roman: pripovédānje, pripovijédānje; Spanish: narración; Thai: การเล่าเรื่อง; Ukrainian: оповідання, розповідання