ἀφήγημα

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφήγημα Medium diacritics: ἀφήγημα Low diacritics: αφήγημα Capitals: ΑΦΗΓΗΜΑ
Transliteration A: aphḗgēma Transliteration B: aphēgēma Transliteration C: afigima Beta Code: a)fh/ghma

English (LSJ)

Ion. ἀπήγημα, ατος, τό,
A tale, narrative, Hdt.2.3.
II guiding, leading, LXX 4 Ma.14.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): jón. ἀπήγημα Hdt.2.3
1 relato, narración τὰ ... θεῖα τῶν ἀπηγημάτων οἷα ἥκουον Hdt.l.c.
2 guía, conducción οἱ πόδες συμφώνως τοῖς τῆς ψυχῆς ἀφηγήμασιν κινοῦνται LXX 4Ma.14.6.

German (Pape)

[Seite 409] τό, 1) ion. ἀπήγημα, die Erzählung, Her. 2, 3, – 2) die Anführung, Anleitung, Ios.; LXX.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφήγημα: ион. ἀπήγημα, ατος τό рассказ, изложение, повествование Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήγημα: Ἰων. ἀπήγημα, τό, διήγημα, ἱστορία, Ἡρόδ. 2. 3. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν, ὁδηγία, ἀρχηγία, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.

Greek Monolingual

το (AM ἀφήγημα), ό,τι αφηγείται κανείς σε προφορικό ή γραπτό λόγο
αρχ.
καθοδήγηση.

Greek Monotonic

ἀφήγημα: Ιων. ἀπηγ-, τό, ιστορία, αφήγηση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[From ἀφηγέομαι, a tale, narrative, Hdt.