καπρίδιον
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
τό, Dim. of κάπρος, Ar.Fr.506.2.
German (Pape)
[Seite 1324] τό, dim. von κάπρος, Ar. bei Ath. III, 96 c.
Greek (Liddell-Scott)
καπρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάπρος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421.