παρασύνθετος
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
ον,
A formed from a compound, A.D.Synt.330.5, EM131.42, 155.56, 493.18. Adv. -τως An.Ox.3.182.
German (Pape)
[Seite 501] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
παρασύνθετος: -ον, ὁ ἀπὸ συνθέτου παραγόμενος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 324, Ἐτυμολ. Μέγ. 131. 42., 155, έν τέλ. 493. 18· ἀλλὰ παρασύνθεσις ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φαβωρ. ἐν λ. πρόθεσις ὡς σημαῖνον σύνθεσις προθέσεως μετὰ ῥήματος ἀρχομένου ἀπὸ φωνήεντος, ὡς κάθημαι.