καταναγιγνώσκω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A read through, πᾶσαν τὴν ἱστορίαν Ath.13.610d.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. γιγνώσκω), durchlesen, Ath. XIII, 610 d.

Greek Monolingual

καταναγιγνώσκω (Α)
διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος («κατανέγνων γὰρ αὐτοῡ πᾱσαν τὴν ἱστορίαν», Αθἡν.).