οὐδαμινός
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
German (Pape)
[Seite 408] nichtswürdig, nichtsnutzig, nichtig, ohnmächtig, Sp., die auch einen compar. οὐδαμινέστερος gebildet haben.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμῐνός: -ή, -όν, ἀνάξιος λόγου, οὐδενὸς ἄξιος, Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐδαμινός· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς εὐτελής», πρβλ. μηδαμινός.