δασπλῆτις

Revision as of 10:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ (voc.

   A -πλῆτα AP5.240 (Paul. Sil.)), horrid, frightful, θεὰ δ. Ἐρινύς Od.15.234; of Hecate, Theoc.2.14:—also δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ, sc. δασπλῆτα Χάρυβδιν Simon.38; δασπλῆτες Εὐμενίδες Euph.94; δασπλῆτε δράκοντε Nic.Th.609; freq. in Nonn., γυναῖκες 46.210; μάχαιρα 22.219, al. :—nom. δασπλῆτα, Call.Fr.534: δασπλήτης An. Ox.1.149: δάσπλη (sic), Hsch.

German (Pape)

[Seite 523] bei Homer einmal, Odyss. 15, 284 θεὰ δασπλῆτις ἐρινύς; Ableitung und Bedeutung zweifelhaft; verschiedene Deutungen, z. B. »die schrecklich nahende«, »die furchtbar schlagende«, s. Scholl. Odyss. 15, 234 Apollon. Lexic. Homer. p. 56, 20. Besser als diese ohne Zweifel unhaltbaren Deutungen ist vielleicht eine Ableitung von δᾶ = γῆ und πελάτις »die Dienerin«, vgl. πελάζω πλῆτο, entstanden aus πε'λατο; denn die Erinys ist nach Homer Dienerin der höheren chthonischen Gottheiten: Iliad. 9, 568 sqq πολλὰ δὲ καὶ γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν, πρόχνυ καθεζομένη, δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι, παιδὶ δόμεν θάνατον· τῆς δ' ήεροφοῖτις ἐρινὺς ἔκλυεν ἐξ Ἐρέβεσφιν, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, Scholl. Aristonic. vs. 568 ἡ διπλῆ ὅτι οἱ τοὺς χθονίους θεοὺς ἐπικαλούμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν ἐπέκρουον, derselbe vs. 569 ἡ διπλῆ ὅτι ἐπικαλεῖται μὲν τὸν Ἅιδην καὶ τὴν Περσεφόνην, ὑπακούουσι δὲ αἱ Ἐρινύες ὡς ὑπηρετίδες, derselbe vs. 571 ἡ διπλῆ ὅτι αἱ 'Ερινύες ὥσπερ ὑπηρετίδες ὑπακούουσι, καὶ οὐ μάχεται τὸ »κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν«; vgl. Lehrs Aristarch. p. 185. Hiernach kann unbedenklich die δασπλῆτις ἐρινύς als »Dienerin der Erdgottheit« aufgefaßt werden. Das δας – ist genitiv., vgl. z. B. νεώσοικος. – Die Späteren verstanden das Wort nicht; an Homer hielt sich genau Orph. Argon. 872 ἧκε δ'ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις δασπλῆτις 'Ερινύς; von der Hekate, ebenfalls einer chthonischen Gottheit, Theocr. 2, 14 χαῐρ' Ἑκάτα δασπλῆτι. Ungleich freier ist aus Unverstand δασπλής gebraucht worden, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

δασπλῆτις: ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ : δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες Εὐμενίδες Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης πέλας, πελάζω, παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. πλᾶτις, τειχεσιπλήτης).