αὐτοσχεδιάζω
English (LSJ)
aor. part. Pass.
A -ασθείς Stratt.4 D.: (αὐτοσχέδιος):—act or speak offhand, extemporize, Pl.Cra.413d, Mx.235c, X. Mem.3.5.21. 2 c. acc., extemporize, τὰ δέοντα Th.1.138, cf. X.HG 5.2.32. II mostly in bad sense, act, speak, or think unadvisedly, v.l. in Pl.Euthd.278e; αὐ. καὶ καινοτομεῖν περὶ τῶν θείων Id.Euthphr.5a, cf. Ap.20c, Isoc.9.41, D.61.43; περί τι Pl.Euthphr.16a, Arist.Pol.1326b19; εἰς τὰ τῶν Ἐλλήνων σώματα Aeschin.3.158.
German (Pape)
[Seite 403] aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung etwas thun, theils im guten Sinne. vom Themistokles, αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο κράτιστος, schnell entschlossen that er das Nöthige, Thuc. 1, 138; dem οὐ προσταχθέντα ὑπὸ τῆσπόλεως πράττεινentsprechend, Xen. Hell. 5, 2, 32; bes. aus dem Stegereif sprechen, Plat. Menex. 235 c; περί τινος Phaedr. 236 d; so sagt Isocr. 13, 9 von den Sophisten χεῖρον γράφοντες τοὺς λόγους ἢ τῶν ἰδιωτῶν τινες αὐτοσχ,; häufiger mit einem tadelnden Nebenbegriff, ohne Ueberlegung. unbesonnen handeln, ὑπ' ἀγνοίας Plat. Euth. 16 a; vgl. Apol. 20 c; Xen. Mem. 3, 5, 21; dem ἐπίστασθαι entgeggstzt, Dem. 61, 43; εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα Aesch. 3, 158. Bei Isocr. οὐκ ὀλιγωρεῖν οὐδ' αὐτ. περὶ τῶν πραγμάτων 9, 41.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιάζω: μέλλ. -άσω, (αὐτοσχέδιος) ποιῶ, πράττω, ἐκτελῶ, ὁμιλῶ ἄνευ προετοιμασίας, ἐκ τοῦ προχείρου, Πλάτ. Κράτ. 413D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 21. 2) μετ’ αἰτ. εὐρίσκω ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἐκ τοῦ προχείρου τὶ πρέπει νὰ γείνῃ, φύσεως μὲν δυνάμει, μελέτης δὲ βραχύτητι κράτιστος δὴ οὗτος (ὁ Θεμιστοκλῆς) αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο Θουκ. 1. 138, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 32. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πράττω, ποιῶ, ὁμιλῶ ἤ σκέπτομαι, ἀπερισκέπτως, ἐπιπολαίως, ἐσπευσμένως, ἐπιχειρῶ τι ἀπερισκέπτως, κάμνω παρατόλμους ἀποπείρας, Πλάτ. Εὐθύφρ. 16Α, Εὐθύδ. 278Ε· περὶ τινος ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 5Α, Ἀπολ. 20C· περὶ τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 13· εἰς τὰ σώματα τῶν Ἑλλήνων Αἰσχίν. 76. 12.