διακριτικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρῐτικός Medium diacritics: διακριτικός Low diacritics: διακριτικός Capitals: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diakritikós Transliteration B: diakritikos Transliteration C: diakritikos Beta Code: diakritiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A piercing, penetrating, opp. compressing (συγκριτικός), Pl.Ti.67e; χρῶμα Arist.Metaph. 1057b8.    2 separative, ἡ -κή, opp. ἡ συγκριτική (q.v.), Pl.Plt. 282b sqq. Adv. -κῶς Democr.164.    II able to distinguish, τῆς οὐσίας Pl.Cra.388c; ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def.411c: abs., Luc. Herm.69.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. Ggstz συγκριτικός, Polit. 282 c u. Sp. – Adv., διακριτικῶς, = getrennt, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

διακριτικός: -ή, -όν, ἱκανός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ (τέχνη), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. συγκριτικός, Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7.