σάω
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
A = σήθω, sift, bolt. Hdt.1.200, in 3pl. σῶσι.
σάω, pres. imper. Med., and Ep. 3sg. impf. Act. of σαόω. σαώσω, fut. of σαόω.
German (Pape)
[Seite 866] alte Form für σήθω, sieben; davon σῶσι bei Her. 1, 200.
Greek (Liddell-Scott)
σάω: ῥίζα τοῦ σήθω, κοσκινίζω, Ἡρόδ. 1. 200, ἐν τῷ γ΄ πληθ. σῶσι.