βλιχώδης
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ες,
A clammy, sticky, of wounds or ulcers, Hp.VC19ap.Erot. (γλισχρῶδες codd.), cf. Archig. ap. Orib.46.23.3.
German (Pape)
[Seite 450] ες, trocken, ausgedörrt, Euphor. p. 78, Mein.; Erotian.
Greek (Liddell-Scott)
βλιχώδης: -ες, γλοιώδης, οὗ ἡ ῥὶς ῥέει = κορυζῶν, Ἱππ. παρ’ Ἡσυχ.· οὕτω, βλιχανώδης, ες, ἐπὶ ἰχθύος = κολλώδης, Δίφιλ. Ἀπολειπ. 1. 15.