ἀφηβάω
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
A to be past the prime of life, ἀφηβηκώς Lib.Decl.23.59; τὴν ἀκμὴν τῶν παθῶν ἀφηβῶντες Ph.1.516; ἀφηβηκότες κλάδοι Poll.1.236: pf. part. Pass., Id.2.10,18.
German (Pape)
[Seite 409] aus dem Jünglingsalter, den kräftigsten Mannsjahren treten, οἱ ἀφηβηκότες erkl. Suid. γηράσαντες, vgl. Poll. 1, 236. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηβάω: μέλλ. -ήσω, ἔχω παρέλθῃ τὴν ἥβην, ἀφηβηκὼς, τὴν ἥβην ὑπερβεβηκώς, τουτέστι τὴν νεότητα, Σουΐδ., Πολυδ. Β', 10 καὶ 18, Λιβάν. 4. 309· τὴν ἀκμὴν τῶν παθῶν ἀφηβῶντες Φίλων 1. 516· ἀφηβηκότες κλάδοι Πολυδ. Α΄, 236.