γλύξις
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
γλύξεως, ἡ, sweet insipid wine, Phryn. Com.65, Polyzel.12 (pl.), cf. Ath.1.31e:—also written γλεῦξις in Hsch.
Spanish (DGE)
γλύξεως, ἡ
• Alolema(s): γλεῦξις Hsch., Paus.Gr.γ 9
vino dulzón Phryn.Com.68, Polyzel.13, Paus.Gr.l.c., Ath.31e, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γλύξις: γλύξεως, ἡ, γλυκύς, ἀνούσιος οἶνος, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 13· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ γλεῦξις.
Russian (Dvoretsky)
γλύξις: γλύξεως ἡ сладковатое вино Diog. L.