ἄνταλλος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον,
A exchanged, Sch.D.T.p.343 H.
German (Pape)
[Seite 243] bei Suid. u. B. A. 410 Erkl. von ἀντάλλαγος.
Spanish (DGE)
-ον
1 cambiado ἔξαλλον γὰρ καὶ ἄνταλλον καὶ περίαλλον καὶ πάραλλον φαμὲν παιδίον Sch.D.T.343.27.
2 correspondiente ἢ τίνι ἥνωται τὰ τοιάδε ἄνταλλα πράγματα ἀλλήλοις; Leont.H.Nest.M.86.1636B.