βρασματίας
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = βράστης, opp. σεισματίας, Posidon. ap. D.L.7.154, Amm.Marc.17.7.13 (pl.), Heraclit.All.38.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ, = βράστης; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155.
Greek (Liddell-Scott)
βρασματίας: βράστης, ἀντίθετον τῷ σεισματίας, Ποσειδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38. [2, 98.