ἰσθμαίνω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642

German (Pape)

[Seite 1263] = ἀσθμαίνω, ἀγωνιάω, πνευστιάω, Hesych.

Greek Monolingual

ἰσθμαίνω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσθμαίνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἀσθμαίνω και ἰσθμός].